- δρακοντοβότος
- δρᾰκοντο-βότος, ον,A feeding dragons, ib.4.356, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δρακοντόβοτος — δρακοντόβοτος, ον (Α) φρ. «δρακοντόβοτος Δίρκη» η Δίρκη στην οποία τρέφονται δράκοντες … Dictionary of Greek
δρακοντοβότοιο — δρακοντοβότος feeding dragons masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντοβότου — δρακοντοβότος feeding dragons masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντοβότῳ — δρακοντοβότος feeding dragons masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)